-
1 κατα-τάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen, στρατιάν Xen. Cyr. 3, 3, 11; vom Range, αὐτὴν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατατάττομεν Oec. 9, 13; vgl. Ath. VIII, 335 c; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an, Pol. 3, 33, 12; εἰς τάξιν Lys. 13, 82, wie Plat. Legg. XII, 945 a; in einer Schrift Etwas aufstellen, anführen, εἰς τὴν ἀπόκρισιν Pol. 26, 3, 7, ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 2, 47, 11, πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται 8, 11, 5, er hat Viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; τὰς ἱστορίας ἐν αἷς κατατετάχει τὰς πράξεις Δίωνος D. L. 4, 5. – Bei Clem. Al. auch = verdauen.
-
2 κατατάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen; vom Range; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an; in einer Schrift etwas aufstellen, anführen; πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται, er hat viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; auch = verdauen
См. также в других словарях:
κατατάσσω — (AM κατατάσσω και Α αττ. τ. κατατάττω) 1. τοποθετώ κάτι στην κατάλληλη θέση, τακτοποιώ, διευθετώ 2. συμπεριλαμβάνω, συγκαταλέγω, συγκαταριθμώ 3. κατανέμω, ταξινομώ, υπάγω σε μια θέση νεοελλ. (για στρατεύσιμους) ενεργώ την κατάταξη, εγγράφω… … Dictionary of Greek